πυρονίνη

πυρονίνη
η, Ν
συν. στον πληθ. οι πυρονίνες
χημ. συνοπτική ονομασία μιας ομάδας χρωστικών υλών, αλάτων τού ξανθυλίου, που χρησιμοποιούνται κυρίως στη βακτηριολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyronine < pyr- (< πυρ) + κατάλ. -on + κατάλ. τής χημ. ορολογίας -ine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”